Η Anouk ηγείται επί του παρόντος δύο μεγάλων ερευνητικών προγραμμάτων (2022-2027), “Αναπτύσσοντας Νέα Μοντέλα Κοινωνικής Πρόνοιας στην Ευρώπη:  Πειράματα στο Κράτος και την Κοινωνία”, και “Κοινωνική Εργασία και η Κατασκευή Ανθεκτικών Κοινωνιών”, τα οποία διερευνούν πώς διαμορφώνονται οι σχέσεις κράτους-κοινωνίας μέσα από πειράματα στη κοινωνική πρόνοια. Επιπλέον, εξετάζει τις νέες συλλογικές διαρθώσεις και τους πολιτικούς ορίζοντες που προκύπτουν από αυτές τις σχέσεις στην Ευρώπη.

Η διδακτορική της έρευνα εξέτασε τις αναδυόμενες μορφές ανισότητας και διαχωρισμού στη μεσαία τάξη του Καΐρου και μεταξύ των νεαρών επαγγελματιών της πόλης. Μετά από μια κοινωνικο-ιστορική μελέτη για το Σουρινάμ, η Anouk επικεντρώθηκε στο Άμστερνταμ, ανιχνεύοντας πώς συζητήσεις σχετικά με τη φυλή, το έθνος και τους μετανάστες έχουν εισχωρήσει στη καθημερινή αστική ζωή της Ολλανδία.

Μεταξύ 2015 και 2020, ηγήθηκε του προγράμματος "Αναπαράγοντας την Ευρώπη". Το πρότζεκτ διερεύνησε το καθοριστικό ρόλο των θεσμών του κράτους πρόνοιας στον επαναπροσδιορισμό της καθημερινής ιδιότητας του ευρωπαίου πολίτη, σε μια περίοδο όπου η δημιουργία νέων μοντέλων πρόνοιας συγκρούεται με ανησυχίες για τις όλο και πιο ποικιλόμορφες πολιτικές κοινότητες του Άμστερνταμ, του Μιλάνο και του Παρισιού. Αυτό το πρότζεκτ ενέπνευσε τη τρέχουσα ερευνητική ατζέντα της Anouk σχετικά με πρωτοβουλίες κοινωνικής παροχής και τη διαμόρφωση του κοινωνικοπολιτικού μέλλοντος στην Ευρώπη.

Η διδακτορική έρευνα της Tessa εξέτασε το γαλλικό σύστημα ασύλου και το αναδυόμενο μοντέλο μετάθεσης της κοινωνικής εργασίας σε μη κρατικούς φορείς. Η διατριβή της, “Μεταθέτοντας τη Κρίση: Η επανεγκατάσταση προσφύγων  και η φιλοξενία αιτούντων άσυλο στη Γαλλία”, εξετάζει το τρόπο με τον οποίο γαλλικές μη κερδοσκοπικές οργανώσεις που φιλοξενούν αιτούντες άσυλο και επανεγκαθιστούν πρόσφυγες για λογαριασμό του γαλλικού κράτους αναδείχθηκαν σε βασικούς παράγοντες για την ελαχιστοποίηση της κρίσης.

Πριν ενταχθεί στο πρόγραμμα, «Αναπτύσσοντας Νέα Μοντέλα Κοινωνικής Πρόνοιας στην Ευρώπη», η Tessa διδάξε κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο Gustave Eiffel στη Γαλλία για ένα χρόνο.

 

Η μεταπτυχιακή διατριβή της Vénicia εξέτασε το τρόπο με τον οποίο οι Ολλανδοί πολίτες βιώνουν τη ψηφιοποίηση της γραφειοκρατίας μέσω της πλατφόρμας, DigiD, και τις ανισότητες που δημιουργεί αυτή η νέα μορφή γραφειοκρατίας. Πριν ξεκινήσει το διδακτορικό της στο Πανεπιστήμιο του Λέιντεν, εργάστηκε ως ερευνητική βοηθός στο Πανεπιστήμιο της Ουτρέχτης και στο Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ, κυρίως στους τομείς της αστυνόμευσης, της ασφάλειας και της βίας.

Η μεταπτυχιακή διατριβή της Μάρθας, “Αχαρτογράφητο έδαφος: Το ελληνικό νοικοκυριό και στρατηγικές επιβίωσής”, επικεντρώθηκε στις καθημερινές εμπειρίες των γυναικών της Θεσσαλονίκης κατά την εποχή της λιτότητας και στις αναδυόμενες στρατηγικές ανθεκτικότητας που υιοθέτησαν στη καθημερινότητά τους.

Η Μάρθα είναι μια στοχαστική ερευνήτρια, που της αρέσει να αφηγείται ιστορίες. Αντλεί έμπνευση από οικογενειακές εμπειρίες με σκοπό να γεφυρώσει το προσωπικό με το ακαδημαϊκό. Εκτός του ακαδημαϊκού χώρου, η Μάρθα έχει αποκτήσει σημαντική εμπειρία ως υπεύθυνη διαχείρισης γνώσης στον τομέα της βιώσιμης ανάπτυξης.

Έλαβε το διδακτορικό της από το Τμήμα Ανθρωπολογίας και Κοινωνιολογίας του Graduate Institute της Γενεύης. Η διατριβή της διερεύνησε το ρόλο των μητέρων ως ανεπίσημων πολιτικών διαμεσολαβητών μεταξύ κρατικών εκπροσώπων και περιθωριοποιημένων κατοίκων της Μασσαλίας. Το διδακτορικό της ήταν κομμάτι ενός ερευνητικού προγράμματος που χρηματοδοτήθηκε από το ERC και είχε ως τίτλο: «Gangs, Gangsters and Ganglands: Towards a Global Comparative Ethnography». Το ερευνητικό πρόγραμμα ηγήθηκε ο Καθηγητής Ντένις Ρότζερ. Η έρευνα της Αλίς στη Μασσαλία αποτέλεσε κομμάτι ενός συγκριτικού πλαισίου που συμπεριλάμβανε αντίστοιχες έρευνες στην Ισπανία, την Ιταλία, τη Νότια Αφρική και τη Νικαράγουα, στοχεύοντας σε μια συλλογική διερεύνηση παγκοσμίου επιπέδου περιοχών ελεγχόμενων από συμμορίες.

Βασιζόμενη στην έρευνα της για τα Γαλλικά προάστια, η Άλις έχει δημοσιεύσει μελέτες που αφορούν τη συμμετοχή νέων στη τοπική πολιτική, έμφυλες κινητοποιήσεις κατά τη διάρκεια της πανδημίας, και το κοινωνικό αντίκτυπο του «πολέμου κατά των ναρκωτικών» στις τοπικές κοινωνίες. Ως κομμάτι του ερευνητικού προγράμματος «Prototyping Welfare», η Alice συμμετέχει σε ευρύτερες ακαδημαϊκές συζητήσεις περί κοινωνικής πολιτικής στην Ευρώπη.